ακύκλωτος

ακύκλωτος
η , ο [ος , ον ]
1) неокружённый; 2) неогороженный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακύκλωτος" в других словарях:

  • ακύκλωτος — η, ο (Μ ἀκύκλωτος, ον) 1. αυτός που δεν κυκλώθηκε ή δεν μπορεί να κυκλωθεί 2. άφρακτος, απεριτείχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ρημ. επίθ. κυκλωτός < κυκλῶ, κυκλώνω*] …   Dictionary of Greek

  • ακύκλωτος — η, ο αυτός που δεν κυκλώθηκε: Το τμήμα εκείνο του αντιπάλου ήταν ακόμη ακύκλωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκύκλωτον — ἀκύκλωτος one who has not gone the round masc/fem acc sg ἀκύκλωτος one who has not gone the round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»